ἐννέμω

ἐννέμω
ἐννέμω,
A feed cattle in a place, SIG685.82 ([place name] Itanos), D.C.72.3:—[voice] Med., of the cattle, Ph.2.118 (prob.); of fish, Opp.H.1.5; also, live amongst, LXX 3 Ma.3.25.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εννέμω — ἐννέμω (Α) [νέμω] 1. βόσκω αγέλη σ έναν τόπο 2. (για ζώα) βόσκω 3. μέσ. ζω ανάμεσα σε άλλους («αὐθωρὶ τοὺς ἐννεμομένους σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”